Παθήσεις: Γενική Ορθοπαιδική!

ΠΑΘΗΣΕΙΣ

ΓΕΝΙΚΗ ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΗ

ΤΕΝΟΝΤΟΠΑΘΕΙΑ - Τενοντοπάθεια και όχι τενοντίτιδα

Συχνά μεγάλη σύγχυση προκαλεί ο όρος «τενοντίτιδα», ο οποίος παραπέμπει στην ύπαρξη φλεγμονής στους τένοντες του ανθρωπίνου σώματος. Η οξεία φλεγμονή μπορεί να συμβεί τις πρώτες ημέρες ενός επώδυνου επεισοδίου που αφορά τους τένοντες. Συνήθως όμως η όλη διαδικασία, ιδίως όταν γίνει χρόνια, σχετίζεται με υπέρχρηση, καταπόνηση και τελικά εκφύλιση των τενόντων. Αυτό συμβαίνει συχνά με ένα μηχανισμό που παρομοιάζει με εκείνο των καταγμάτων κόπωσης, όπου η δυνατότητα αντιρρόπησης των φορτίων από το οστό ξεπερνά τις αναγεννητικές δυνατότητες του οστού στη συγκεκριμένη συγκυρία : είναι χαρακτηριστικός ο φαύλος κύκλος τραυματισμού και επούλωσης που ουδέποτε ολοκληρώνεται, αφού ο ερεθιστικός παράγων επανέρχεται πρώιμα και δημιουργεί περαιτέρω τραυματισμό και ατελή επούλωση. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός εκφυλισμένου τένοντα με σημεία χρόνιας «φλεγμονής», ήτοι αδυναμία ανταπόκρισης στα εφαρμοζόμενα φορτία με κίνδυνο εμφάνισης ρήξεων στον τένοντα σε συνδυασμό με νέο-αγγείωση και νέο-νευρογένεση. Ειδικά η τελευταία σχετίζεται στενά με τον πόνο που εκδηλώνεται στα πλαίσια του προ-αναφερθεντος συνδρόμου «φλεγμονής-υπέρχρησης».

Αυτό που συναντάται κατά κόρον είναι χρόνιες και επανεμφανιζόμενες ενοχλήσεις στους τένοντες κάποιου ανθρώπου. Ο όρος «τενοντοπάθεια» λοιπόν είναι ο κατάλληλος γενικός περιγραφικός όρος όλων των κλινικών συνθηκών που προέρχονται από την υπερβολική χρήση των τενόντων και αφορά τις χρόνιες εκφυλιστικές αλλαγές του.

Η διάγνωση της τενοντοπάθειας τίθεται από το συνδυασμό της κλινικής εικόνας με τα ευρήματα του απεικονιστικού ελέγχου (μαγνητική, υπέρηχος, ενίοτε απλή ακτινογραφία κυρίως στον ώμο για αποκάλυψη επασβεστώσεων). 

Προφανώς όλα αυτά υποδεικνύουν και τη θεραπευτική οδό για την αντιμετώπιση των συχνά βασανιστικών συμπτωμάτων (κατ’ εξοχήν πόνος) της τενοντοπάθειας, που χαρακτηρίζονται από συχνές και εμμένουσες υποτροπές. Η έγκαιρη διάγνωση της μπορεί να βοηθήσει στη συντηρητική/ελάχιστα επεμβατική θεραπεία και να απομακρύνει την ανάγκη μείζονος χειρουργικής επέμβασης. Ο συνδυασμός της ιατρικής και φυσιο-θεραπευτικής αποκατάστασης με τις αναγεννητικές τεχνικές (κυρίως PRP και σε δεύτερη  φάση βλαστοκύτταρα) μπορούν να έχουν σημαντικά αποτελέσματα και να καταφέρουν να «σπάσουν»  το «φαύλο κύκλο» που αναφέραμε παραπάνω. Αντίθετα, η απουσία οξείας φλεγμονής καθιστά συζητήσιμη τη χρησιμότητα της χρήσης σκευασμάτων κορτικο-στεροειδών (πχ κορτιζόνη) για την αντιμετώπιση του προβλήματος, αφού το μόνο που αυτά θα επιφέρουν θα είναι μία παροδική ύφεση των  συμπτωμάτων χωρίς  επίδραση στο «φαύλο κύκλο» που προαναφέραμε, ενώ και η πιθανότητα παρενεργειών (πχ βλάβη του αρθρικού χόνδρου ή του τένοντα) δεν είναι αμελητέα, ιδίως όταν η έγχυση δε λαμβάνει χώρα υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση.

ΟΣΤΕΟΑΘΡΟΙΤΙΔΑ

Τι είναι η οστεοαρθρίτιδα;

Η οστεοαρθρίτιδα είναι χρόνια εκφυλιστική πάθηση που εντοπίζεται σε περιφερικές αρθρώσεις, δηλ. σε αρθρώσεις των άνω και κάτω άκρων, αλλά και σε αρθρώσεις της σπονδυλικής στήλης. Συνήθως αφορά μία άρθρωση (π.χ. γόνατο ή ισχίο) και μερικές φορές δύο ή περισσότερες αρθρώσεις, ενώ στα χέρια και στη σπονδυλική στήλη είναι συνήθης η  εντόπιση σε πολλές αρθρώσεις. Όταν η οστεοαρθρίτιδα εντοπίζεται στη σπονδυλική στήλη είναι γνωστή και ως εκφυλιστική σπονδυλο-αρθροπάθεια.

Η οστεοαρθρίτιδα χαρακτηρίζεται, πρώτον, από φθορά του αρθρικού χόνδρου, που καλύπτει την επιφάνεια των οστών μέσα στην άρθρωση, αλλά και του υποχόνδριου οστού, και δεύτερον, από συνοδό οστική υπερπλασία στα όρια των αρθρικών επιφανειών των οστών μέσα στην άρθρωση με την εμφάνιση των λεγομένων οστεοφύτων (ή «αλάτων» στο λεξιλόγιο του μέσου ασθενούς).  Κατά συνέπεια, η διάγνωση στην απλή ακτινογραφία χαρακτηρίζεται από μείωση του μεσαρθρίου διαστήματος λόγω της φθοράς του χόνδρου, σκλήρυνση (δηλ αυξημένη διαύγαση) του υποχόνδριου οστού, κύστεις στο υποχόνδριο οστό και εμφάνιση οστεοφύτων ως ανωτέρω. (σχετική εικόνα)

Επιδημιολογικές μελέτες σε διάφορες χώρες έχουν αποκαλύψει την ύπαρξη παραγόντων κινδύνου για την ανάπτυξη της οστεοαρθρίτιδας. Τέτοιοι παράγοντες κινδύνου είναι το γυναικείο φύλο, η μεγάλη ηλικία, γενετικοί παράγοντες, η παχυσαρκία και η κάκωση ή η επαναλαμβανόμενη επαγγελματική μηχανική επιβάρυνση και καταπόνηση των αρθρώσεων. Επίσης ελληνικές σχετικές μελέτες έχουν αναδείξει ότι η συχνότητα εμφάνισης οστεοαρθρίτιδος σε διάφορες αρθρώσεις φθάνει στο 13% περίπου του ενήλικου ελληνικού πληθυσμού.

Τα κύρια συμπτώματα και κλινικά σημεία της οστεοαρθρίτιδας είναι:

  • Πόνος, που έχει το χαρακτηριστικό ότι δεν εμφανίζεται στα αρχικά στάδια κατά την ανάπαυση ή το κάθισμα, παρά μόνο στις κινήσεις της άρθρωσης ή όταν η άρθρωση φέρει το βάρος του σώματος. Όταν ο πόνος αρχίζει να εμφανίζεται και στην ηρεμία, αυτό είναι δείγμα προχωρημένης οστεοαρθρίτιδας που χρήζει χειρουργείου, ενώ αν ο πόνος αφυπνίζει την νύκτα, τότε θα πρέπει να γίνει διαφορο-διάγνωση από λοιμώξεις, αυτοάνοσα νοσήματα και ογκολογικές παθήσεις. 
  • Δυσκαμψία της άρθρωσης, δηλ. δυσκολία στη κίνησή της μετά από ακινησία.  Η δυσκαμψία αυτή είναι συνήθως ελαφριά, αλλά μπορεί να είναι και πολύ έντονη.
  • Διόγκωση της άρθρωσης, η οποία έχει το χαρακτηριστικό ότι μπορεί να είναι “σκληρή” στην ψηλάφηση, είναι δηλ. οστικής προέλευσης.
  • Παραμόρφωση της άρθρωσης, που αναπτύσσεται σε προχωρημένο στάδιο της πάθησης.

Ποιά είναι η θεραπευτική αντιμετώπιση της οστεοαρθρίτιδας;

Η θεραπευτική  αντιμετώπιση της συμπτωματικής οστεοαρθρίτιδας διακρίνεται σε:

  • Μη φαρμακευτική θεραπεία  
  • Φαρμακευτική θεραπεία
  • Χειρουργική θεραπεία.

Μη φαρμακευτική θεραπεία

Σε κάθε σχεδιασμό θεραπευτικού προγράμματος για τη συμπτωματική οστεοαρθρίτιδα περιλαμβάνονται ανάλογα με το στάδιο και την εντόπισή της διάφορα μη φαρμακευτικά μέσα, όπως:

  • Απώλεια βάρους
  • Ασκήσεις ενδυνάμωσης των μυών της άρθρωσης
  • Άλλα είδη φυσικοθεραπείας (πχ βελονισμός)
  • Υποστηρικτικές συσκευές (Νάρθηκες, μπαστούνια, περιπατητικά βοηθήματα κ.ά.)

Φαρμακευτική θεραπεία

Για τη φαρμακευτική θεραπευτική αντιμετώπιση της συμπτωματικής οστεοαρθρίτιδας χρησιμοποιούνται:

  • Τοπική θεραπεία
    • Κρέμες μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων 
    • Κρέμα καψαϊσίνης 
  • Aναλγητικά (πχ Depon, Panadol)
  • Οπιούχα φάρμακα (κωδεϊνη, τραμαδόλη κλπ)
  • Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα
    • Αναστολείς της κυκλοξυγονάσης-1
    • Αναστολείς της κυκλοξυγονάσης-2
  • Εγχύσεις μέσα στην άρθρωση Γλυκοκορτικοειδούς φαρμάκου (κορτιζόνης) (μόνο υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση και μόνο σε προχωρημένες περιπτώσεις όπου ο αρθρικός χόνδρος έχει υποστεί ανήκεστο βλάβη, αφού η κορτιζόνη μπορεί μεσοπρόθεσμα να βλάψει τον αρθρικό χόνδρο) 
  • Αναγεννητικές τεχνικές (PRP, βλαστοκύτταρα) σε περιπτώσεις σχετικά πρώιμης οστεοαρθρίτιδας, ώστε να είναι εφικτή η, μερική έστω, αναγέννηση του αρθρικού χόνδρου, πέραν της ανακούφισης των συμπτωμάτων πόνου και δυσκαμψίας

Χειρουργική θεραπεία

  • Ολικές ή μονο-διαμερισματικές (στην περίπτωση του γόνατος) αρθροπλαστικές

Εικόνα 1 Tα στάδια της οστεο-αρθρίτιδας

Εικόνα 2 Σπονδυλο-αρθρίτιδα

Ενθεσίτιδες / ενθεσιοπάθεια

Η ενθεσίτιδα χαρακτηρίζεται από φλεγμονή στην ένθεση, δηλ. στη θέση πρόσφυσης ενός τένοντα πάνω στο οστό. Η πιο συχνή ενθεσίτιδα αφορά τον αγκώνα και είναι η έξω επικονδυλίτιδα ή “αγκώνας των τενιστών” (tennis elbow – Εικόνα) και ακολουθούν η ενθεσίτιδα του αχίλλειου τένοντα στην πρόσφυσή του πάνω στη φτέρνα (Εικόνα), η έσω επικονδυλίτιδα στον αγκώνα (golf elbow), η ενθεσίτιδα του τένοντα του μέσου γλουτιαίου μυός κατά την πρόσφυσή του στο μείζονα τροχαντήρα του μηριαίου οστού (τροχαντηρίτις), η ενθεσίτιδα του χηνείου ποδός (από τους τένοντες των λεγομένων hamstrings) στην έσω επιφάνεια του γόνατος και η ενθεσίτιδα της πελματιαίας απονεύρωσης κατά την πρόσφυσή της στην κάτω επιφάνεια της φτέρνας. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η συγκεκριμένη νόσος μπορεί να έχει και ρευματική/αυτό-άνοση αιτιολογία. Οι κύριες κλινικές εκδηλώσεις της ενθεσίτιδας είναι ο πόνος και η τοπική ευαισθησία, όταν ασκείται πίεση στη θέση πρόσφυσης του τένοντα πάνω στο οστό. Η διάγνωση είναι κατ’ αρχήν κλινική και εν συνεχεία επιβεβαιώνεται και απεικονιστικά (μαγνητική, υπέρηχος). Η αντιμετώπιση γίνεται συνήθως με αναλγητικά, αντιφλεγμονώδη, κρύα επιθέματα και φυσιοθεραπεία (ιδίως υπό τη μορφή του λεγόμενου κρουστικού υπέρηχου – shockwave therapy). Σημαντικός τέλος μπορεί να είναι και ο ρόλος της αναγεννητικής ιατρικής κυρίως υπό τη μορφή της χρήσης PRP και σε δεύτερη φάση με χρήση βλαστοκυττάρων. Η χρησιμότητα του χειρουργείου είναι σχετικά συζητήσιμη και αμφιλεγόμενη πλην ειδικών περιστάσεων.

Εικόνα 1- Ενθεσιοπάθεια της πτέρνας (άκανθα) λόγω πελματιαίας απονευρωσίτιδας

Εικόνα 2 – Ενθεσιοπάθεια της πτέρνας λόγω δυσλειτουργίας του Αχίλλειου τένοντα

Ωλένια νευρίτιδα

Η ωλένια νευρίτιδα είναι η φλεγμονή του ωλένιου νεύρου που προκαλείται λόγω πίεσης ή ερεθισμού του ωλένιου νεύρου στην περιοχή του αγκώνα και συγκεκριμένα στην εσωτερική πλευρά του. Η αιτιολογία τις περισσότερες φορές δεν είναι γνωστή. Στην αιτιολογία του προβλήματος εμπλέκονται διάφοροι μηχανισμοί υπέρχρησης όπως η χειρωνακτική εργασία, οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις κάμψης του αγκώνα, η παρατεταμένη τριβή της περιοχής του αγκώνα (χρήση computer), η αρθρίτιδα ή και το ιστορικό ενός τραυματισμού.

Σε πρώιμα στάδια της νόσου, το πρώτο σύμπτωμα που αναφέρουν οι ασθενείς είναι οι αιμωδίες (μούδιασμα, μυρμήγκιασμα ή ηλεκτρικό ρεύμα) στο μικρό και παράμεσο δάκτυλο, οι οποίες αρχικά έχουν διαλείποντα χαρακτήρα σχετιζόμενο με τη δραστηριότητα, ενώ αργότερα γίνονται πιο επίμονες και δεν υποχωρούν σημαντικά με την ανάπαυση.  Αργότερα στο μούδιασμα προστίθεται ο έντονος πόνος κατά μήκος του αντιβραχίου (περιοχής μεταξύ αγκώνα και καρπού). Τα συμπτώματα είναι εντονότερα με τον αγκώνα σε κάμψη και επιδεινώνονται τη νύχτα. Ακολουθεί η αδυναμία του χεριού, ενώ σε παραμελημένες περιπτώσεις υπάρχει έντονη ατροφία στους μύες του χεριού και μόνιμη βλάβη στο ωλένιο νεύρο.

Η διάγνωση τίθεται με την κλινική εξέταση και επιβεβαιώνεται με ηλεκτρο-φυσιολογική μελέτη, ενώ σημαντικός μπορεί να είναι και ο ρόλος του υπέρηχου ιδίως για την αποκάλυψη της πιθανής παθολογικής κινητικότητας του ωλενίου νεύρου έξω από τη φυσιολογική περιοχή όπου πρέπει να βρίσκεται (δυναμική εξέταση).

Στα αρχικά ιδίως στάδια του προβλήματος η πρωτοκαθεδρία ανήκει στη συντηρητική θεραπεία με παγοθεραπεία, ανάπαυση-τοποθέτηση ειδικού νάρθηκα, χρήση αναλγητικών και αντι-φλεγμονωδών φαρμάκων. Σε προχωρημένα στάδια της νόσου η χειρουργική αντιμετώπιση υπό μορφή διάνοιξης του τούνελ ή μετάθεσης του νεύρου σε περίπτωση παθολογικής κινητικότητας.

Σύνδρομο του Καρπιαίου Σωλήνα

Το σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα οφείλεται σε συμπίεση του μέσου νεύρου που περνάει μέσα από τον καρπιαίο σωλήνα,  ο οποίος βρίσκεται στην παλαμιαία επιφάνεια του καρπού. Τα αίτια της συμπίεσης του μέσου νεύρου είναι πολλά, αλλά τα πιο συνηθισμένα είναι οι τενοντοελυτρίτιδες (δηλαδή η φλεγμονή από υπέρχρηση των τενοντίων ελύτρων, δηλαδή του περιβλήματος των τενόντων)  των μυών που κάμπτουν τα δάκτυλα των χεριών, διότι οι τένοντες των μυών αυτών περνάνε μέσα από τον καρπιαίο σωλήνα. Τα συμπτώματα του συνδρόμου του καρπιαίου σωλήνα είναι μουδιάσματα, κάψιμο και πόνος που εντοπίζονται στην κερκιδική πλευρά της παλάμης και στην παλαμιαία επιφάνεια του αντίχειρα, του δείκτη, του μέσου δακτύλου και του τέταρτου δακτύλου κατά το ήμισυ προς την κερκιδική πλευρά. Οι ενοχλήσεις σταδιακά εμφανίζονται κατά την ανάπαυση και ανακουφίζονται με απότομες κινήσεις του καρπού (σαν να «ρίχνουμε» τη θερμοκρασία σε ένα παλιό θερμόμετρο).

Η διάγνωση τίθεται από την κλινική εξέταση και τον ηλεκτρο-φυσιολογικό έλεγχο, ενώ η θεραπεία περιλαμβάνει τη χρήση νάρθηκα και την έγχυση κορτικο-στεροειδών σε αρχικά στάδια, ενώ τελικά απαιτείται χειρουργική διάνοιξη του εγκαρσίου συνδέσμου του καρπού.

Ρήξη Τενοντίου Πετάλου Ώμου

Οι τένοντες των μυών του υπερακανθίου, του υπακανθίου, του υποπλατίου και του ελάσσονα στρογγυλού, σχηματίζουν ένα τενόντιο πέταλο, το οποίο περιβάλλει την κεφαλή του βραχιονίου οστού. Οι τένοντες αυτοί, συγκρατούν την βραχιόνια κεφαλή στην ωμογλήνη (δυναμικός σταθεροποιητής της άρθρωσης του ώμου)και έχουν σημαντικό ρόλο  για τις κινήσεις του ώμου και του άνω άκρου γενικά.

Η ρήξη του στροφικού πετάλου του ώμου αποτελεί μία πάθηση τραυματικής, συνήθως, αιτιολογίας, δηλαδή προκύπτει μετά από άσκηση βίας στον ώμο. Η ρήξη των τενόντων του στροφικού πετάλου μπορεί να προκληθεί είτε λόγω τραυματισμού, είτε λόγω εκφύλισης σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας

. Υπάρχουν δύο μορφές ρήξεων:

  1. Μερικού πάχους ρήξη, η οποία αφορά ένα μέρος του πάχους του τένοντα
  2. Ολικού πάχους ρήξη, η οποία αφορά τον τένοντα σε όλο το πάχος του

Ο τένοντας που υφίσταται συχνότερα ρήξη είναι ο υπερακάνθιος, χωρίς να αποκλείονται οι περιπτώσεις ρήξης στους υπόλοιπους τένοντες (κυρίως υπακάνθιος και υποπλάτιος).

Συμπτώματα της πάθησης είναι ο πόνος στον ώμο ή στον βραχίονα ιδίως κατά την κίνηση του άνω άκρου σε απαγωγή και κατά τις στροφικές κινήσεις του ώμου. Συχνά η ένταση του πόνου δεν επιτρέπει στον ασθενή να σηκώσει το χέρι του πάνω από το επίπεδο του ώμου και να κοιμηθεί το βράδυ. Επιπλέον συνυπάρχει αδυναμία του μέλους να κρατήσει βάρος, ιδιαίτερα όταν βρίσκεται σε απαγωγή. Η διάγνωση της ρήξης γίνεται με την κλινική εξέταση και επιβεβαιώνεται με απεικονιστικές εξετάσεις (υπερηχογράφημα ή/και μαγνητική τομογραφία).

Οι ρήξεις όμως ολικού ή μερικού πάχους των τενόντων σε νέους ανθρώπους ή σε άτομα ανεξαρτήτως ηλικίας, όταν εκδηλώνονται με ενοχλητικά και έντονα συμπτώματα, πρέπει να αντιμετωπιστούν χειρουργικά σχετικά άμεσα με αρθροσκοπική αποκατάσταση της ρήξης, ενώ στις μεγαλύτερες ηλικίες και σε εκφυλιστική αιτιολογία της ρήξης η χειρουργική αποκατάσταση δεν αποτελεί προτεραιότητα, εφ’ ‘όσον τα συμπτώματα δεν είναι έντονα. Η καθυστέρηση στη χειρουργική αποκατάσταση μπορεί να προκαλέσει εκφύλιση του τένοντα, στην ανάπτυξη λιπώδους εκφύλισης στο μυ και σταδιακά, σε εκφυλιστική οστεοαρθρίτιδα και μετατόπιση της βραχιόνιας κεφαλής προς το ακρώμιο. Με αυτό τον τρόπο αναπτύσσεται σημαντική οστεο-αρθρίτιδα στον ώμο (αρθροπάθεια του τενοντίου πετάλου), η οποία οδηγεί στην αρθροπλαστική του ώμου.

Εικόνα ρήξης του υπερακανθίου τένοντα

Υπερ-ηχογραφική εικόνα ρήξεως ολικού πάχους του υπερακανθίου (supraspinatus)
και υποπλατίου (
subscapularis) τένοντα

Εικόνα ρήξης του τενοντίου πετάλου(rotator cuff) στη μαγνητική τομογραφία

Σύνδρομο Πρόσκορυσης Ώμου

Το Σύνδρομο Πρόσκρουσης Ώμου αποτελεί μία πάθηση κατά την οποία οι τένοντες του στροφικού πετάλου προσκρούουν σε άλλες ανατομικές δομές του ώμου με αποτέλεσμα να δημιουργείται χρόνιος ερεθισμός (υπέρχρηση) και συμπτώματα φλεγμονής.

Το Σύνδρομο Πρόσκρουσης Ώμου ταξινομείται σε εξωτερική και εσωτερική πρόσκρουση. Στην εξωτερική ανήκει το σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής (αφού το ακρώμιο περιβάλλει τον ώμο, χωρίς να αποτελεί άμεσο λειτουργικό στοιχείο της άρθρωσης) ενώ η εσωτερική περιλαμβάνει δομές της άρθρωσης του ώμου καθεαυτής. Η αιτιολογία σχετίζεται: α. με ανατομικά αίτια (ανώμαλη μορφολογία του ακρωμίου, υπερτροφικός ακρωμιοκορακοειδής σύνδεσμος, υπερτροφικός υπακρωμιακός ορογόνος θύλακας), β. με φλεγμονή (λόγω υπέρχρησης, ασβεστοποιού τενοντοπάθειας ,οστεοαρθρίτιδας ή και ρήξης των τενόντων του στροφικού πετάλου), γ. με λειτουργικά αίτια (αστάθεια ή αδυναμία του ώμου που δεν επιτρέπει τη σωστή επικέντρωση της βραχιόνιας κεφαλής, ιστορικό προηγηθέντος εξαρθρήματος του ώμου).

Η κατάσταση αυτή εμφανίζεται κυρίως σε νέα και δραστήρια άτομα, όπως αθλητές και χειρώνακτες που χρησιμοποιούν το χέρι πάνω από το οριζόντιο επίπεδο, όπως γκαρσόνια, ρίπτες ή κολυμβητές.

Ο ερεθισμός που προκαλείται στα σύνδρομα πρόσκρουσης δημιουργεί έντονο πόνο όταν ο ασθενής, κινώντας το χέρι, αναπαράγει το μηχανισμό της πρόσκρουσης (πχ σε απαγωγή πάνω από το επίπεδο του ώμου).

Η διάγνωση του προβλήματος είναι κλινική και η απεικονιστική επιβεβαίωση περιλαμβάνει τη μαγνητική τομογραφία (συχνά με χρήση σκιαγραφικού) και τον υπέρηχο (που μπορεί να μας δώσει μία δυναμική εκτίμηση της άρθρωσης).

Εάν η συντηρητική θεραπεία με αντιφλεγμονώδη, παυσίπονα, φυσικοθεραπεία και τέλος οι τοπικές εγχύσεις κορτιζόνης/βιολογικών θεραπειών δεν φέρουν αποτέλεσμα, τότε η ενδεδειγμένη θεραπεία είναι η αρθροσκοπική χειρουργική.

Εικόνα υπακρωμιακής προστριβής

Τενοντίτιδα (τενοντο-ελυτρίτιδα) De Quervain

Η τενοντίτιδα De Quervain, είναι μία πάθηση που προκαλείται από τον ερεθισμό των τενόντων του αντίχειρα. Ο ερεθισμός αυτός προκαλείται από τη «φλεγμονή» λόγω υπέρχρησης μέσα στο τενόντιο έλυτρο (κάτι σαν τούνελ ή καλύτερα κύλινδρο, όπου ο τένοντας είναι το πιστόνι και το έλυτρο παράγει το λιπαντικό). Η φλεγμονή προκαλεί την διόγκωση τους με συνέπεια την δυσκολία στη κίνησή τους, αλλά και την παραγωγή αυξημένου «λιπαντικού» υγρού από το έλυτρο. Για αυτό ο ορθότερος όρος είναι τενοντο-ελυτρίτιδα, η οποία μπορεί να συμβεί σε πλείστους όσους τένοντες του σώματός μας, ενώ μπορεί να έχει αυτό-άνοση/ρευματική ή τραυματική αιτιολογία (πλην της υπέρχρησης).

Η τενοντίτιδα(τενοντο-ελυτρίτιδα) De Quervain, προκαλεί ιδιαίτερο πόνο κατά τη σύλληψη αντικειμένων, όταν στρίβουμε τον καρπό ή όταν κάνουμε γροθιά. Το τελευταίο αποτελεί και σημαντικό διαγνωστικό εργαλείο. Το κύριο σύμπτωμα είναι ο πόνος στη βάση του αντίχειρα. Συχνά επίσης μπορεί να υπάρχει διόγκωση στη βάση του αντίχειρα σαν μία μικρή κύστη. Η νόσος ενίοτε εμφανίζεται σε μητέρες κατά τους πρώτους 6-12 μήνες μετά τον τοκετό για δύο κυρίως λόγους: αφ’ ενός λόγω της κατακράτησης υγρών μετά τις οξείες ορμονικές αυξομειώσεις της κύησης-λοχείας που μπορεί τοπικά να επιβαρύνει τους ιστούς αφ’ ετέρου λόγω της υπέρχρησης του αντίχειρα σε μία προσπάθεια χειρισμού της κεφαλής του νεογνού.

Στα πρώιμα στάδια της νόσου, ο ασθενής μπορεί να βοηθηθεί από συνητηρητικά μέσα όπως ανάπαυση-χρήση ναρθηκα, παγοθεραπεία και λήψη αντιφλεγμονωδών ή έγχυση κορτικο-στεροειδών. Η χρήση συγκεκριμένου νάρθηκα είναι επίσης χρήσιμη στις ήπιες τενοντίτιδες. Σε προχωρημένες και χρόνιες περιπτώσεις, η μόνη λύση είναι η τοπική διάνοιξη του ελύτρου για την αποσυμφόρηση του τούνελ.

Εικόνα 1 – Τενοντο-ελυτρίτιδα De Quervain

Εικόνα 2 – Υπερηχογραφική εικόνα τενοντο-ελυτρίτιδας De Quervain

Ορογονοθυλακίτιδες

Η ορογονοθυλακίτιδα χαρακτηρίζεται από φλεγμονή σε έναν ορογόνο θύλακο, οι οποίοι είναι δομές οι οποίες παράγουν υγρό για την λίπανση των τενόντων και των ενθέσεων. Συνήθως η φλεγμονή προκαλείται από υπέρχρηση σε συνδυασμό με λάθη κατά την άθληση/εργασία και ανατομικά προβλήματα/τραυματισμούς. Οι συνηθέστερες ορογονοθυλακίτιδες αφορούν τους παρακάτω ορογόνους θυλάκους:

  • Τον υπακρωμιακό, κάτω από το ακρώμιο στον ώμο
  • Του χηνείου ποδός, στην έσω επιφάνεια του γόνατος
  • Τον προεπιγονατιδικό, στην πρόσθια επιφάνεια του γόνατος (Εικόνα 2)
  • Τον τροχαντήριο, κοντά στο μείζονα τροχαντήρα, στην πλαγιο-οπίσθια επιφάνεια του άνω τριτημορίου του μηρού
  • Του ωλεκράνου, στον αγκώνα (Εικόνα 1)
  • Του χηνείου ποδός, στην έσω επιφάνεια του γόνατος
  • Της περιοχής της πτέρνας, μεταξύ φτέρνας και αχίλλειου τένοντα

Πόνος, διόγκωση, ερυθρότητα, θερμότητα και τοπική ευαισθησία είναι τα κύρια συμπτώματα και σημεία της ορογονοθυλακίτιδας (Εικόνες). H διάγνωση της νόσου τίθεται με βάση την κλινική εικόνα, ενώ επιβεβαιώνεται με εργαστηριακές εξετάσεις (γεν αίματος, CRP, ΤΚΕ, υπέρηχος, μαγνητική τομογραφία).

Η αντιμετώπιση γίνεται συνήθως με αναλγητικά, αντιφλεγμονώδη, κρύα επιθέματα και φυσιοθεραπεία. Σημαντικός τέλος μπορεί να είναι και εν προκειμένω ο ρόλος της αναγεννητικής ιατρικής κυρίως υπό τη μορφή της χρήσης PRP και σε δεύτερη φάση με χρήση βλαστοκυττάρων.

Εικόνα 1 – Ορογονο-θυλακίτις του ωλεκράνου

Εικόνα 2 – Ορογονο-θυλακίτις του γόνατος

Σύνδρομο Συμφυτικής Θυλακίτιδος (<<Παγωμένος Ώμος>>)

Ο παγωμένος όμως είναι μια πάθηση κατά την οποία μειώνεται σημαντικά το εύρος κίνησης (range of movement – ROM) της άρθρωσης του ώμου με αποτέλεσμα να υπάρχει σημαντική δυσκαμψία και συνακόλουθα έντονος πόνος. Αιτία είναι η δημιουργία συμφύσεων ως αποτέλεσμα παρατεινόμενης φλεγμονής. Η πάθηση παρατηρείται συχνότερα σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ή με παθήσεις θυρεοειδούς και μπορεί να προκληθεί εξαιτίας κάποιου τραυματισμού ή παρατεταμένης φλεγμονής – υπέρχρησης (πχ. Ασβεστοποιός τενοντοπάθεια). Ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι άγνωστης αιτιολογίας. Η διάγνωση γίνεται κυρίως κλινικά, αλλά επιβεβαιώνεται με την μαγνητική τομογραφία.

Η συμφυτική θυλακίτιδα εξελίσσεται σε 3 φάσεις:

  1. Στην πρώτη φάση η κίνηση του άκρου προκαλεί έντονο πόνο και η κινητικότητα της άρθρωσης αρχίζει να περιορίζεται.
  2. Στη δεύτερη φάση, ο πόνος αρχίζει να υποχωρεί, αλλά υπάρχει έντονη δυσκαμψία.
  3. Στην τελευταία φάση, υπάρχει λύση της δυσκαμψίας και επαναφορά σε φυσιολογική κίνηση χωρίς πόνο.

Η πάθηση δεν είναι ιδιαίτερα ανησυχητική οντότητα, αφού πρόκειται για μία συχνότατα αυτό-περιοριζόμενη – αυτοϊούμενη, της οποίας ο κύκλος διαρκεί από 18 έως 24 μήνες.

Η θεραπεία συνήθως ξεκινά με αναλγητικά, αντιφλεγμονώδη και φυσικο-θεραπεία, αλλά συχνά ο κύκλος της νόσου είναι χρονοβόρος και βασανιστικός. Σε αυτή την περίπτωση η αρθροσκοπική διατομή του αρθρικού θύλακα και τη λύση των συμφύσεων στο υπακρωμιακό χώρο προσφέρουν άμεση ανακούφιση των συμπτωμάτων.

Εικόνα «παγωμένου ώμου»